Η Αράχνη, κόρη του βαφέα Ίδμονα από τη Λυδία (περιοχή της σημερινής Τουρκίας), ήταν μία πανέμορφη και εξαιρετικά ταλαντούχα γυναίκα. Η ικανότητά της στην υφαντική ήταν τόσο εντυπωσιακή, που ακόμη και οι νύμφες εγκατέλειπαν τα δάση για να τη δουν να δουλεύει στον αργαλειό της. Κάποιοι έλεγαν πως το ταλέντο της θα έπρεπε να προέρχεται από τη θεά Αθηνά – την ίδια τη θεότητα της σοφίας, της τέχνης και της ύφανσης.
Όμως η Αράχνη θίχτηκε από αυτό. Δεν ήθελε να της χρωστάει τίποτα. Υποστήριξε δημόσια πως ήταν καλύτερη από την ίδια τη θεά και την προκάλεσε σε διαγωνισμό.
Η Αθηνά, μεταμορφωμένη σε γριά, της έδωσε την ευκαιρία να μετανιώσει. Αλλά η Αράχνη δεν υποχώρησε – επέμεινε στην πρόκληση.
Κι έτσι ξεκίνησε ένας θεϊκός διαγωνισμός ύφανσης. Η Αθηνά απεικόνισε στη δική της ταπισερί τη δύναμη των θεών και την τιμωρία όσων τολμούσαν να τους προσβάλλουν. Η Αράχνη, αντίθετα, ύφανε κάτι ριζοσπαστικό: σκηνές από τις ερωτικές ατασθαλίες των θεών – τον Δία μεταμορφωμένο σε ταύρο, σε κύκνο, σε χρυσή βροχή.
Το έργο της ήταν αψεγάδιαστο. Αλλά η θεά εξοργίστηκε. Όχι γιατί η Αράχνη ήταν κακή υφάντρα, αλλά γιατί τόλμησε να αποκαλύψει τις «ντροπές» των Ολύμπιων.
Έσκισε το έργο της και την καταράστηκε να υφαίνει για πάντα, κρεμασμένη από τα νήματά της. Έτσι γεννήθηκε, κατά τον μύθο, η πρώτη αράχνη.
Η ιστορία της Αράχνης είναι κάτι παραπάνω από παραβολή για την ύβρη. Είναι μια αλληγορία για την καλλιτεχνική ελευθερία, την τόλμη να αποκαλύπτεις την αλήθεια και την παλιά συνήθεια του κόσμου να τιμωρεί τις γυναίκες που τολμούν.
Σήμερα, όλα τα είδη της οικογένειας των αραχνών φέρουν την επιστημονική ονομασία Arachnida, προς τιμήν της.

Ἡ δὲ Ἀράχνη, θυγάτηρ Ἰδώμονος τοῦ βαφέως ἐκ τῆς Λυδίας (τῆς νῦν καλουμένης γῆς τῶν Τούρκων), γυνὴ ἦν καλὴ καὶ λίαν ἐπιτήδειος εἰς τέχνην τῆς ὑφαντικῆς. Τοσοῦτον δὲ ἦν θαυμαστὸν τὸ ἔργον αὐτῆς, ὥστε καὶ αἱ νύμφαι τὰ ἄλση καταλιποῦσαι παρεγίνοντο θεωρεῖν τὸν ἀργαλειὸν αὐτῆς. ἔλεγον δέ τινες ὅτι παρ᾽ αὐτῇ τῇ θεῷ Ἀθηνᾷ, τῇ σοφίᾳ καὶ τέχναις προσκειμένῃ, ταῦτα ἐδιδάχθη.
ἡ δὲ Ἀράχνη ταῦτα ἀκούσασα ἠγανάκτησε· οὐ γὰρ ἤθελεν ὑπολαμβάνεσθαι ὡς μαθητρία. ἔλεγε γὰρ ταπεινῶς οὐχ ὅτι ἰσοδυναμεῖ, ἀλλὰ ὅτι καλλίων τῆς θεοῦ εἴη· καὶ τολμᾷ προκαλεῖσθαι αὐτὴν εἰς ἔριν.
ἡ δὲ Ἀθηνᾶ, πρεσβύτιν μορφὴν ἐνδυσαμένη, ἐφάνη τῇ νεάνιδι καὶ ἐπέπληξεν αὐτῇ πραΰνως, λέγουσα μηκέτι ἀσεβεῖν· ἡ δ᾽ οὐ μετενόει, ἀλλ᾽ ἐπέμενεν τῇ προκλήσει.
Τότε δὴ φανερωθεῖσα ἡ θεὸς ἐν τῇ ἰδίᾳ μορφῇ, συνετίθετο πρὸς τὴν Ἀράχνην ἔριν ὑφαντικῆς. ἡ μὲν Ἀθηνᾶ ὑφαίνει σκηνὰς ἐκ τῶν ἔργων τῶν θεῶν, ἐν αἷς ὁ Ζεύς, ἡ κρίσις πρὸς Ποσειδῶνα, καὶ τιμωρίαι τοῖς ἀνθρώποις τοὺς θεοὺς λοιδοροῦσιν φαίνονται.
ἡ δ᾽ Ἀράχνη ἀντὶ τούτων τὰς ἀσχημοσύνας ἐξετίθετο· ὡς ὁ Ζεὺς κύκνος γένοιτο, καὶ ταῦρος, καὶ χρυσῆ βροχή, πρὸς ἔρωτα γυναικῶν· καὶ οἱ ἄλλοι θεοὶ ὁμοίως.
ἐτελείωσαν δὲ ἀμφότεραι· καὶ ἡ μὲν τέχνη τῆς Ἀράχνης ἄμεμπτος ἐφάνη· ἡ δὲ θεὸς ἐθυμώθη· οὐ διὰ τὴν τέχνην, ἀλλὰ διὰ τὴν ὕβριν. συντρίψασα οὖν τὸν ἀργαλειὸν καὶ τὴν ὑφὴν, εἰς ἀράχνην αὐτὴν μετέβαλεν, λέγουσα ὅτι αἰεί μὲν ἐν τοῖς νήμασιν κρεμασθήσεται, ἀλλ᾽ οὐκέτι ὡς γυνή.
οὕτως, κατὰ τὸν μῦθον, ἡ πρώτη ἀράχνη γέγονεν.
ὁ δὲ λόγος οὗτος οὐ μόνον περὶ τῆς ὕβρεως ἐστίν, ἀλλὰ καὶ περὶ τῆς ἐλευθερίας τῆς τέχνης, καὶ τῆς τόλμης λέγειν τἀληθῆ, καὶ τῆς συνήθειας τῶν ἀνθρώπων κολάζειν τὰς γυναῖκας τὰς τολμώσας.
καὶ μέχρι τοῦ νῦν, τὸ ὄνομα τῆς Ἀράχνης μένει ἐν τῇ ἐπιστήμῃ· πάντα γὰρ τὰ γένη τῶν ἀραχνῶν λέγονται “Ἀραχνοειδῆ” (Arachnida).
Leave a comment